Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, κάπου στα 30, κομμάτι κι αυτοί της πόλης, εργάζονται καθημερινά από τις 9 ως τις 5, βλέπουν τους φίλους τους, βγάζουν το σκύλο τους βόλτα κι, όταν οι συγκυρίες το επιτρέπουν, «εγκαταλείπονται στη σφοδρή επιθυμία που βράζει μέσα στο στομάχι τους» και… γράφουν. Πώς είναι άραγε να είσαι συγγραφέας ή ποιητής το 2017; Πώς είναι να γράφεις, να μπορείς να δίνεις σάρκα κι οστά σε όλα όσα κουβαλάς μέσα σου;
Αναρωτιόμουν για καιρό, μέχρι που πήρε το μάτι μου το «Κήτος»*, μια μέρα, όπως τόσες άλλες, που χάζευα στο Facebook. Η μεγάλη ουρά του ξεπρόβαλε στον τοίχο των ενημερώσεών μου, χτύπησε με δύναμη τα ποστ κι άφησε γράμματα, στοιχεία κι εικόνες ανάκατα.
Με είχε συνεπάρει… Δεν μου απόμενε παρά να συναντήσω τη συγγραφέα του, την Ούρσουλα Φωσκόλου, παλιά μου συμμαθήτρια από τότε που έψαχνα κι εγώ τον καλλιτέχνη μέσα μου. Πώς να την αντιμετωπίσω μόνη μου, όμως; Ζήτησα βοήθεια από τον ποιητή και φίλο μου Νίκο Φιλντίση, που για καλή μου τύχη μια μέρα η κουβέντα μάς μας έβγαλε στο «Κήτος» κι, έτσι, έμαθα πως το είχε διαβάσει κι αυτός, κι από τη δημοσιογράφο και συνεργάτη μου Βάσια Μανέτα.
Κι όλοι μαζί, ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωί, σε ένα καφέ κάτω από την Ακρόπολη, πιάσαμε μια κουβέντα… λογοτεχνική, «για τη μαγεία των λέξεων που πρέπει να χωρέσουν παντού» και «για την ποίηση που είναι η ερώτηση στο μπλε», όπως λένε παιδιά του Δημοτικού (!), με το «Κήτος», εκεί δίπλα μας, χαρούμενο να κουνάει την ουρά του και να εκτοξεύει πίδακες νερού από το τεράστιο ρουθούνι του.
Παρατράβηξε, όμως, αυτή η εισαγωγή, καιρός είναι να περάσουμε στα… του «Κήτους», στον τίτλο του, στη γραφή του, στο εξώφυλλό του.
Ούρσουλα: «Το Κήτος είναι μια συλλογή μικρών και μεγάλων πεζών τα οποία, ενώ φαινομενικά δεν συνδέονται, το κλειδί τους είναι ένα και μπορεί να ανιχνευθεί στην προμετωπίδα του βιβλίου. «Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια, όπως από μια χώρα», λέει ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης. Από αυτή τη χώρα που ονομάζεται παιδική ηλικία, δανείζομαι τη μαγεμένη ματιά ενός παιδιού, όχι όμως και τον λόγο του. Οι αφηγητές, πολλές φορές άφυλοι, ψαύουν τις πληγές τους, πεινούν για έρωτα και χάδι, κοιτάζουν μέσα από την κλειδαρότρυπα της καθημερινότητας αναζητώντας αυτό που περνά απαρατήρητο. Από τα διηγήματα παρελαύνουν τα μέλη μιας οικογένειας που ενώ βέβαια δεν είναι η δική μου, παρόλ’ αυτά δανείζεται ορισμένα γνωρίσματά της: όχι όμως τα προφανή. Αν η κοιλιά του Κήτους είναι η παιδική μου ηλικία, σαν τον Ιωνά έζησα μέσα της και τώρα που, διασκελίζοντας τη γλώσσα του, βγήκα στο φως, καταθέτω κομμάτια της στο πρώτο μου βιβλίο. Τα πεζά του Κήτους είναι τα φύκια που πιάστηκαν στα δάχτυλά μου κι ανασύρθηκαν μαζί με το κορμί μου στην επιφάνεια.
Όσον αφορά στο εξώφυλλο ναι, ήταν δική μου ιδέα. Βρήκα το κήτος που εικονίζεται σε ένα παλιό πόστερ ζωολογίας του 1800, το χρωμάτισα και «έκρυψα» το μισό, με τρόπο που να φαίνεται μονάχα η ουρά του. Άλλωστε και τα κείμενα του βιβλίου —ιδίως τα μικρά— κάνουν αυτό ακριβώς: δίνουν στον αναγνώστη ένα κομμάτι της μεγάλης εικόνας και σπέρνοντας μυρωδιές κι αισθήσεις, αναζητούν γόνιμο έδαφος στη φαντασία του, για να ανθίσουν.»
Πώς θα το συστήναμε στον αναγνώστη;
Νίκος: «Το βιβλίο της Ούρσουλας είναι δουλεμένο με επιμέλεια, κουβαλάει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά εκείνης της δουλειάς που εκπονείται με σοβαρότητα. Αυτό νομίζω είναι ευδιάκριτο. Δίνει το στίγμα ενδιαφέρουσας γραφής, σμιλεμένης, ουσιαστικής. Σε αφήνει να ψηλαφίσεις τα πρόσωπα, τα αντικείμενα, να περπατήσεις τον λογοτεχνικό τους χώρο και να εισπνεύσεις την ατμόσφαιρά τους. Ιστορίες ρεαλιστικές, εμβαπτισμένες στο φανταστικό ή και αντίστροφα θα έλεγα. Αυτές βεβαίως είναι κάποιες πρώτες, πηγαίες σκέψεις φέρνοντας «Το Κήτος» στο μυαλό μου.
Είμαι σίγουρος πως ανατρέχοντας ξανά στο βιβλίο θα ανακαλέσω κι άλλα ελκυστικά στοιχεία. Τώρα, ειδικά όταν ερχόμαστε στον αναγνώστη, εκεί μάλλον δεν υπάρχουν παρατηρήσεις ή οδηγίες. Προσωπικά, αν με ρωτάτε, θα πρότεινα σε κάποιον να διαβάσει «το Κήτος», ναι. Όμως αυτό, προφανώς, γίνεται χωρίς να συνοδεύεται από κάποιο εγχειρίδιο χρήσης κι εκεί βεβαίως εμπερικλείεται ένα κομμάτι της γοητείας που ασκεί επάνω μας η ανάγνωση. Στην ιδιότητα των βιβλίων να εκτυλίσσονται διαρκώς μέσα μας χωρίς ειμαρμένες. Να αλληλεπιδρούν ξεχωριστά με τον κάθε αναγνώστη, να εκτροχιάζονται αιφνιδίως και να οδεύουν προς εσωτερικές ατραπούς. Τα βιβλία είναι μοναδικά στοιχεία στον πυρήνα του καθενός.»
Κι εκεί πάνω στη γοητεία της ανάγνωσης, η κουβέντα προχώρησε στο τι διαβάζει το «αναγνωστικό κοινό». Ποια είναι, άραγε, η τύχη μιας ποιητικής συλλογής ή μιας συλλογής από «διηγήματα μπονσάι» και στοιχεία «μαγικού ρεαλισμού», όπως το «Κήτος»;
Ούρσουλα: «Αν κρίνω από τους αναγνώστες στα μέσα μεταφοράς, έχω την εντύπωση πως η πλειοψηφία διαβάζει περισσότερο μυθιστορήματα. Κακά τα ψέματα, ο κόσμος είναι πιο επιφυλακτικός απέναντι σε μια ποιητική συλλογή ή σε μια συλλογή διηγημάτων, πόσω μάλλον αν πρόκειται για κείμενα που βρίσκονται στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίας. Πολλοί τείνουν να πιστεύουν πως το διήγημα δεν είναι παρά ένα βήμα πριν το μυθιστόρημα, ότι δεν πρόκειται παρά για άσκηση με απώτερο σκοπό τη συγγραφή ενός μεγαλύτερου σε έκταση βιβλίου. Δεν είναι, όμως, καθόλου έτσι τα πράγματα. Έχουμε σημαντικότατους συγγραφείς, οι οποίοι έγραψαν μονάχα διηγήματα και μάλιστα υπέροχα.»
Κι ο Νίκος φαίνεται να συμφωνεί:
Νίκος: «Υποθέτω πως το πιο δημοφιλές είδος είναι το μυθιστόρημα –ελληνικό και μεταφρασμένο– και ίσως πλέον και το ελληνικό διήγημα. Υπάρχει νομίζω μια δυναμική παρουσία από συλλογές διηγημάτων τελευταία. Το σημαντικό όμως δεν είναι μόνον αυτό καθεαυτό. Σαφώς, το να επιλέγει κανείς ένα καλό μυθιστόρημα είναι ευτυχές αλλά το μεγάλο ζήτημα έγκειται στην προσέλευση του κόσμου στα βιβλιοπωλεία. Να μπαίνει, να ψάχνει κι ας μην ανασύρει πάντοτε το διαμάντι που ανέμενε. Να ψάχνει όμως. Να καρπώνεται αυτόν τον ενθουσιασμό της αναζήτησης, να λειτουργεί ως σκεπτόμενος άνθρωπος με κρίση, να οικοδομεί και να βελτιώνει την αισθητική του. Δηλαδή, με λίγα λόγια να είναι σε εγρήγορση για να υπάρχει διαρκής ανατροφοδότηση μέσα σε ολόκληρο το φάσμα της «λογοτεχνικής» διαδικασίας. Υπό αυτήν την παράμετρο, τα βιβλία θα έχουν καλή τύχη νομίζω. Μαντικές ικανότητες δεν έχω. Τα βιβλία ευτυχούν κάτω από «ταξιδεμένα» μάτια.»
«Μπορεί τα βιβλία να μας αφήνουν αφόρητα μόνους», όπως μας είπε ο Νίκος, αλλά με τη Βάσια θελήσαμε να μάθουμε πως ξεκίνησαν να γράφουν ο Νίκος και η Ούρσουλα, για τις πηγές έμπνευσής τους και τις πρώτες τους δημοσιεύσεις…
Ούρσουλα: «Νομίζω πως η πρώτη μου απόπειρα γραφής ήταν κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα της παιδικής μου ηλικίας στην Τήνο. Μ’ ένα κομμάτι χαρτί επάνω στα πόδια και μασουλώντας ένα ξύλινο μολύβι, θυμάμαι περισσότερο απ’ όλα μια σφοδρή επιθυμία να βράζει μέσα στο στομάχι μου. Μεγαλώνοντας, έμαθα πως πρέπει να εγκαταλειφθώ σε αυτήν και να την αφήσω να ξεχειλίσει.
Πρώτη φορά δημοσιεύθηκε διήγημά μου το 2012 στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, με την παρότρυνση του ποιητή Δημήτρη Αγγελή, ο οποίος τότε ήταν διευθυντής του. Έτσι ξεκίνησε μια βαθιά και γόνιμη τριβή με τη λογοτεχνία, που συνεχίζεται ως σήμερα στο Φρέαρ.»
Νίκος: «Έγραφα από μικρός, νομίζω 9 ή 10 ετών θα ήμουν που κρατούσα ημερολόγιο. Παιδαριώδη πράγματα, αστεία. Αν θυμάμαι σωστά, η πρώτη μου απόπειρα ήταν ένα συρραμένο ευφυολόγημα των όσων είχα διαβάσει ή διδαχθεί στο σχολείο, γύρω στα 14. Όλα αυτά για πέταμα. Καταλαβαίνετε όμως, υπήρχε μια διαρκής ανησυχία, μια αναμόχλευση του πολτού. Νομίζω η καμπή ήταν όταν άρχισα να οσφραίνομαι την ποιητική ορισμένων πραγμάτων, ίσως προς το τέλος των σχολικών μου ετών. Κι όταν φυσικά, φοιτητής πλέον, ήρθα σε επαφή με πρωτόγνωρα αναγνώσματα και εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους από άποψη αισθητικής, πολιτικής, τρόπου ζωής. Κάποια στιγμή, όταν άρχισα να υπάρχω και μόνος, εκεί θέλησα να γράψω. Κι ήθελα να είναι ειλικρινές. Να σκαλίζω λέξεις, να δουλέψω στα κείμενα, να ζωντανέψω τον στίχο.
Η έμπνευση δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και δεν ξέρεις υποθέτω και πού θα σε βρει. Μια λέξη κι ο ήχος, ένα ζεστό τυχαίο, ένα φαινομενικά ασήμαντο συμβάν στο πεζοδρόμιο, ένα τεράστιο κήτος που φεύγει για πάντα έχοντας καταπιεί κάτι που αγαπάς.
Η στιγμή που θα ξεχώριζα ήταν όταν κείμενά μου εκδόθηκαν για πρώτη φορά στο ιστορικό περιοδικό της οδού Πανός του Γιώργου Χρονά, στο τεύχος 155 συγκεκριμένα –που εντελώς συμπτωματικά ήταν ανέκαθεν και άνευ λόγου ο αγαπημένος μου αριθμός– στις αρχές του ’12. Κατέβηκα τα σκαλιά της Πολιτείας, θυμάμαι, εκεί στο υπόγειο κι έσπευσα αμέσως να δω πως μοιάζει η δουλειά μου τυπωμένη.»
Όσο κλισέ κι αν ακούγεται, δεν αποφύγαμε να ρωτήσουμε την Ούρσουλα και το Νίκο ποιοι είναι οι αγαπημένοι τους συγγραφείς. Για να μη μειωθεί το ενδιαφέρον σας, όμως, τους ζητήσαμε να μας πουν τι διαβάζουν τώρα και ποια βιβλία μας συστήνουν.
Ούρσουλα: «Πρέπει να σας πω ότι προσφάτως —και με σκοπό να μη βρεθώ ποτέ ξανά απροετοίμαστη απέναντι σε τέτοιες ερωτήσεις— ξεκίνησα να καταγράφω στο σημειωματάριό μου τους συγγραφείς εκείνους που αγαπώ περισσότερο. Χώρισα μάλιστα τη σελίδα σε δυο στήλες —πεζογράφοι από τη μία και ποιητές από την άλλη. Συνειδητοποιώ τώρα χαμογελώντας ότι η δυσκολία να απαντήσω δεν μειώθηκε καθόλου, γι’ αυτό και θα αναφέρω μονάχα ορισμένους, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Ρέι Μπράντμπερι, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, η Γιόκο Ογκάουα, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Στην τσάντα (ή στα χέρια ή στο κομοδίνο μου) αυτές τις μέρες βρίσκεται Η μελαγχολία της αντίστασης, του Λάζλο Κρασναχορκάι, σε μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου (Πόλις, 2016). Είναι ένα μυθιστόρημα, που ο μακροπερίοδος λόγος του όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά γοητεύει. Μοιάζει με λαθραία επιβίβαση σε ένα μαγευτικό τρένο και γι’ αυτό το συστήνω ανεπιφύλακτα.»
Νίκος: «Αγαπώ πολλούς. Ενστικτωδώς φέρνω πρώτα στο μυαλό την Βιρτζίνια Γουλφ, οφείλω να το εξομολογηθώ. Βέβαια αυτά είναι τραχιά ερωτήματα, περιοριστικά εξ ορισμού. Δεν τα συμπαθώ ιδιαιτέρως γιατί παρουσιάζουν μια τεμαχισμένη αλήθεια. Από πού να αρχίσει κανείς και πού να βάλει τελεία; Να αναφέρω τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Γιώργο Σαραντάρη; Την Έμιλυ Ντίκινσον; Τον Τζον Άπνταϊκ; Τώρα, ας πούμε, σκέφτομαι τον αγαπημένο μου Γιάννη Κοντό. Φοβάμαι δεν θα τελειώσουμε ποτέ, είναι μάταιο.
Σχετικά προσφάτως, οι φίλοι μου Δημήτρης Τανούδης και Ιωάννα Κυριακίδου μαζί με πολλούς άλλους εκλεκτούς φίλους έχουν συστήσει την αναγνωστική λέσχη «Φάλαινα», ένα άλλο κήτος, στην Καλλιθέα. Μετέχω ενεργά, κάθε Δευτέρα, διαβάζουμε και συζητάμε πολλές αξιόλογες νέες κυκλοφορίες παρουσία του συγγραφέα. Ελπίζω σύντομα να έχουμε και την Ούρσουλα κοντά μας και θα πρότεινα –αν μου επιτρέπετε– και στους αναγνώστες αυτής της συνέντευξης να μας αναζητήσουν και να έρθουν κοντά μας για να ανακαλύψουν νέα βιβλία, όλοι ευπρόσδεκτοι. Για να έρθω στο ερώτημά σας, στο σπίτι αυτές τις μέρες διαβάζω Σαπφώ.»
Κατευθύνοντας τη συζήτηση αλλού, σε ένα θέμα που, όπως όλα δείχνουν, το «Κήτος» γνωρίζει πολύ καλά, θέλησα να ρωτήσω την Ούρσουλα για τον τρόπο που χρησιμοποιεί τα social media τόσο στην προώθηση του βιβλίου της όσο και στην επικοινωνία της με τους αναγνώστες. Εγώ, άλλωστε, γνώρισα το «Κήτος» μέσα από το facebook.
Ούρσουλα: «Η αλήθεια είναι πως το βλέπω όλο αυτό σαν παιχνίδι. Δεν είναι σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα μελέτης. Βιώνω τις πρώτες «βουτιές» του βιβλίου μου με χιούμορ, αλλά και με τη χαρά ενός μικρού παιδιού. Το Κήτος έχει γίνει το alter ego μου υπό μια έννοια, οπότε, καθότι εγώ είμαι ντροπαλή, το αφήνω να παίρνει τα ηνία όπου χρειάζεται. Νιώθω τυχερή γιατί τους τελευταίους μήνες έχω γνωρίσει —διαδικτυακά αρχικά και δια ζώσης στη συνέχεια— υπέροχους ανθρώπους κι αισθάνομαι πως το μεγαλύτερο κέρδος από την έκδοση του βιβλίου μου, εντέλει, ήταν ακριβώς αυτό.»
Την ίδια ερώτηση, αναφορικά με τον τρόπο που χειρίζεται τα social media, κάναμε και στο Νίκο.
Νίκος: «Χρησιμοποιώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως για να παρακολουθώ τις τρέχουσες εκδηλώσεις, θεατρικά, εικαστικά και λογοτεχνικά δρώμενα. Κάτι σαν ηλεκτρονική ατζέντα τα έχω τα social media καταχωρημένα στο νου μου. Δεν είναι το δυνατό μου σημείο σε καμία περίπτωση, αλλά υποθέτω είναι αδύνατο να τα αγνοεί κανείς εντελώς. Η εποχή επιτάσσει την χρήση τους και σε αντίθετη περίπτωση, όσο τελεσίδικο κι αν ακούγεται, είσαι κοινωνικά μη συμβατός, σχεδόν ανύπαρκτος. Προσπαθώ να κρατώ μια ισορροπία, δεν θέλω η διαφήμιση να είναι καλύτερη του προϊόντος, ως είθισται. Κι ούτε επιθυμώ να φτιάξω μια καρικατούρα με κάρβουνο. Το ευχάριστο και χαίρομαι πολύ που το επισημαίνετε είναι η γνωριμία και η επαφή με τον κόσμο κι εννοώ, τους αναγνώστες, φίλους, ανθρώπους που γράφουν και βιώνουν την ίδια αγωνία ως ακραφνείς τεχνίτες. Σίγουρα, αυτό είναι ένα πλεονέκτημα και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Στα συγκοινωνούντα δοχεία κανείς δεν στέκει άδειος. Αναρτώ αραιά και πού δραστηριότητές μου ή άλλες δραστηριότητες φίλων για όσους ενδεχομένως ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν τέτοιες εκδηλώσεις. Αλλά όπως σας είπα και πριν, όλα με μέτρο και χωρίς στολίδια.»
Κλείνοντας, με μια μικρή δόση χιούμορ κι αφού τους ευχηθήκαμε τα καλύτερα, ρωτήσαμε αν «βγάζει κανείς χρήματα» από τη λογοτεχνία;
Ούρσουλα: «Η ανταμοιβή του ανθρώπου που γράφει δεν είναι τα χρήματα. Επιθυμία και ευχή μου για το μέλλον είναι να συνεχίσω να γράφω, άλλοτε τιθασεύοντας την πεταλούδα που κρύβω στο στομάχι κι άλλοτε αφήνοντάς τη να ξεδιπλώσει τα φτερά της στη δική μου πλάτη.»
Νίκος: «Διστάζω πλέον να σχεδιάζω την ευτυχία ίσως επειδή αυτό είναι η κυριότερη αιτία δυστυχίας. Ο στόχος για το μέλλον είναι ο στίχος. Κάπου νά ’χεις να πατάς, να υπάρχει μια βαρύτητα στα πράγματα, να σε κρατάνε. Τα χρηματικα ποσά είναι αστρονομικά, αλλά ας μη μιλήσουμε με αριθμούς και θέσουμε σε κίνδυνο τις ζωές μας μια τόσον όμορφη μέρα! Πέραν του χιούμορ, μάλλον κανείς, ή έτσι θέλω να σκέφτομαι τουλάχιστον, δεν ξεκινά να γράφει για να βελτιώσει να οικονομικά του. Γενικά, δεν περιμένω κάτι από την ποίηση, δεν μου χρωστάει.»
Τους ευχαριστώ πολύ και τους δύο, μα πιο πολύ το «Κήτος» που στάθηκε η αφορμή για ό, τι διαβάσατε μέχρι στιγμής.
*Το «Κήτος» της Ούρσουλας Φωσκόλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
**Ο «Υδράργυρος» και το «Παραβάν» του Νίκου Φιλντίση κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Οδός Πανός».