Στην Ανάφη, κάποιον Αύγουστο, κάποιας χρονιάς. Απομεσήμο, τζιτζίκια σε παράκρουση, το μελτεμάκι να λυγίζει τα αλμυρίκια. Ο ήλιος τα χτυπάει κι αυτά λάμπουν. Ησυχία. Ίσα που ακούγεται κάποιο παλιό νησιώτικο από ένα ξεχασμένο ραδιοφωνάκι. Η μπίρα είναι τόσο παγωμένη που «ιδρώνει» πριν καλά καλά την πιάσεις.
Εντάξει, τα πράγματα έχουν αλλάξει στην Ανάφη από τον υποθετικό αυτό Αύγουστο. Το νησί σήμερα βρίσκεται εντός τουριστικού ραντάρ, αλλά κάποια πράγματα δεν θα αλλάξουν ποτέ. Κατ’ αρχάς είναι το φως. Έχει κάτι ιδιαίτερο, σχεδόν μεταφυσικό και κρυστάλλινο, που κάνει τα πάντα να λαμποκοπούν. Ακόμα και τη νύχτα, καθώς ένα μεγάλο τμήμα της Ανάφης είναι άχτιστο, ο νυχτερινός ουρανός προσφέρει την πλήρη έναστρη εκδοχή του, μακριά από αυτό που στην πόλη λέμε φωτορύπανση.
Στην Ανάφη ο ταξιδιώτης εξακολουθεί να πηγαίνει για το ελεύθερο κάμπινγκ στο Ρούκουνα, για τα μονοπάτια στις άγονες πλαγιές, για το «Αρμενάκι», όπου θα πιει ρακόμελα ενόσω ο Μάρκος παίζει το μπουζούκι του, για το ξημέρωμα στην Παναγιά την Καλαμιώτισσα, όταν θα ξυπνήσει μέσα σε σλίπινγκ μπαγκ του, πάνω στον δεύτερο μεγαλύτερο (μετά το Γιβραλτάρ) βράχο της Μεσογείου και θα αντικρίσει μόνο το Αιγαίο και την ωραιότερη ανατολή της ζωής του.
Ύστερα, είναι η ανέγγιχτη χώρα της Ανάφης, με τα δαιδαλώδη στενάκια που οδηγούν ψηλά στο κάστρο, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της και τα άπειρα σημεία θέας στο Αιγαίο, το καθένα μοναδικό. Είναι πολύ ωραία η αίσθηση να στέκεται κανείς κάτω από ένα παραδοσιακό βόλτο, αυτήν την τοξωτή καμπύλη στην οροφή που έχουν τα χτίσματα στη Σαντορίνη και την Ανάφη. Σε αγκαλιάζει προστατευτικά και σου μαλακώνει την καρδιά!
Οι παραλίες της Ανάφης
Η Ανάφη, φυσικά, είναι γνωστή και για τις παραλίες της –η τριλογία είναι Κλεισίδι, Ρούκουνας, Κατσούνι-, ο ένας κόλπος μετά τον άλλο στη σειρά. Έχει νερά δροσερά και αναζωογονητικά, προφυλαγμένα από τη μανία του βοριά . Εμένα, βέβαια, με γοήτευσε ιδιαίτερα η ενδοχώρα, οι εκτάσεις που χάνεται το μάτι χωρίς να βλέπει κτίσμα, παρά μόνον τα Μνημόρια. Είναι κάτι εντελώς αναφιώτικο, μικροί λευκοί ναϊσκοι – οστεοφυλάκια που στέκονται στα κτήματα πολλών οικογενειών του νησιού, έτσι ώστε οι πρόγονοι να καμαρώνουν την προκοπή των απογόνων.
Το φαγητό
Η Ζαμπέτα Αλεξοπούλου ή παπαδιά όπως είναι γνωστή, μιας και ήταν η σύζυγος του παπά έχουν μαζί με τα δύο της παιδιά το κτήμα Ρούκουνα. Κτήμα με παραδοσιακή ταβέρνα, με ιστορία 30 χρόνων, πλάι στην ομώνυμη παραλία. Πασίγνωστη για την φιλοξενία που προσφέρει κάτω από τα τεράστια αλμυρίκια της στους ελεύθερους κατασκηνωτές και τα υπέροχα γαλάζια της νερά. Ό,τι προσφέρει το μαγαζί στους επισκέπτες το καλοκαίρι αλλά και ό,τι καταναλώνει η οικογένεια το χειμώνα, προέρχεται αποκλειστικά από το κτήμα. Σε αυτό, εκτός από τα δέντρα, το αμπέλι και τους μπαξέδες με τα χόρτα, τις ντομάτες, τις πιπεριές, υπάρχουν κουνέλια, κότες, κοκόρια, χήνες και κύκνοι. Οι κατσίκες όμως κατέχουν περίοπτη θέση.
Σε μια άλλη παραλία, στο Κλεισίδι, βρίσκεται η «Μαργαρίτα». Η κουζίνα εκεί εμπνέεται από τα χρώματα και τα αρώματα των Κυκλάδων και η όρεξη έρχεται με θέα τη θάλασσα από την ταρατσούλα της ταβέρνας. Γεύσεις εμπλουτισμένες με φαντασία και δημιουργικότητα. Λαχανικά φρεσκοκομμένα, χόρτα βρασμένα τη στιγμή της παραγγελίας, σπιτικά ζυμαρικά, ψαριές που δίνει η θάλασσα, ντόπια αγριοκάτσικα ταλιάτα και όλα τα μυρωδικά και τουρσιά που υπάρχουν στο νησί. Στο μαυροπίνακα γράφονται καθημερινά οι επιλογές της μέρας. Το φαγητό συνοδεύεται με κρασί από τις ποικιλίες του νησιού. Εγώ δεν ξέρω σε ποιο ποτήρι Κισηρόπη πρέπει να σταματήσω.
Τα βράδια στην Ανάφη
Κι η νύχτα πέφτει στην Ανάφη. Μια σιωπηλή υπόσχεση, κανείς δεν κοιμάται μέχρι να δει την Ανατολή. Θα ξεκινήσετε απ’ το «Αρμενάκι» και μπορεί και να μη φύγετε ποτέ από κει, παραγγέλνοντας ακόμα μια τελευταία ρακή… Καμιά φορά, τα βράδια, εκτός απ’ το συνηθισμένο τρίο που τραγουδάει και παίζει μουσική, έρχεται κι ένας παππούς με μια τσαμπούνα και το εγγονάκι του από δίπλα που βαράει ένα μικρό ταμπούρλο. Στη δική μου περίπτωση, βέβαια, ήρθε ο Τομ Χανκς (πετάχτηκε ένα βράδυ από την κοντινή Αντίπαρο).
Δεύτερη στάση, ο Μονόλιθος, ένα μοντέρνο, κυκλαδίτικο μπαρ όπου οι DJs εναλλάσσονται και παίζουν από ελληνικό punk μέχρι techno. Πιο γνωστές από τη μουσική εκεί είναι οι «Αναφλέξεις», ένα signature cocktail με τζίντζερ, τζιν, αγγούρι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι. Έπειτα, σειρά έχει ο Μύλος, που είναι κάτι σαν το κλαμπ της Χώρας και τελευταία στάση, όσο το ξημέρωμα πλησιάζει, το απόλυτο νησιωτικό αφτεράδικο, οι Μάντρες. Εδώ το πάρτι ξεκινά μετά τις 3-4 τα ξημερώματα και κρατά μέχρι την Ανατολή!